Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τοῖς προσθίοις σκέλεσι

См. также в других словарях:

  • χαρακίζω — Α [χάραξ, ακος] 1. περιχαρακώνω με αιχμηρούς πασσάλους μπήγοντάς τους στη γη σταυροειδώς 2. φρ. «χαρακίζουσι τοῖς προσθίοις σκέλεσι» (για τις μύγες) καθαρίζονται διασταυρώνοντας τα μπροστινά τους πόδια (Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»